κυνοκέφαλος

κυνοκέφαλος
κῠνο-κέφᾰλος, ον,
A dog-headed: οἱ K., Dog-heads, name of a people, Hdt.1.191, cf. Ctes.Fr.57.22, A.Fr.431.
2 dog-faced baboon, Simia hamadryas, Pl.Tht.161c, 166c, Arist.HA502a19, etc.; sacred animal in Egypt, Luc.Tox.28, JTr.42.
3 κυνοκέφαλον, τό, = ψύλλιον, Dsc.4.69; = ἀντίρρινον, Xenocr. ap. Sch.Orib.2.744. [κυνοκεφάλλῳ at the close of an iambic tetrameter, Ar.Eq.416, where λλ is attested by Phryn.PSp.85 B., Phot.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυνοκέφαλος — dog headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… …   Dictionary of Greek

  • γαλεοπίθηκος ή κυνοκέφαλος — Γένος ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών και της τάξης των δερματοπτέρων. Ο Κάρολος Λιναίος το ταξινόμησε με τους προπιθήκους, νεότερες όμως κατατάξεις τοποθέτησαν το ζώο αυτό σε άλλες τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα σαρκοφάγα, τα μαρσιποφόρα και… …   Dictionary of Greek

  • κυνοκέφαλλον — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc sg κυνοκέφαλος dog headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκέφαλον — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc sg κυνοκέφαλος dog headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλοιο — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλοις — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλου — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλους — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλων — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλῳ — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”